- υδράν
- ὁ ἡ ἁ, Α(δωρ. τ.) ὑδράνα*.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε ὑδράναν ή ὕδρανον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑδρᾶν — ὕδρα water serpent fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕδραν — ὕδρᾱν , ὕδρα water serpent fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύδρα — Γένος κοιλεντερόζωων υδρόζωων, της οικογένειας των Υδριδών. Αριθμεί δεκαπέντε περίπου είδη, που ζουν στα γλυκά νερά. Η ύ. έχει τη μορφή μικρού κυλινδρικού ασκού, στην κορυφή του οποίου υπάρχει το στόμα, που περιβάλλεται από αριθμό μακρών και… … Dictionary of Greek